Back to Press

«Ποτέ δεν νιώθεις εντελώς Νεοϋορκέζος, κι αυτό τελικά σημαίνει να είσαι Νεοϋορκέζος»-Πρώτο Θέμα

Να᾽σαι σε επιφυλακή να κάνεις trade-up ή να μη σε κάνουν trade-down – στο σπίτι, στη σχέση, στη δουλειά…

Της Ζωής Δημητρίου

Θέλω να μάθω ποιος είσαι. Και ας ξεκινήσουμε με τα τυπικά. Πού σπούδασες, τι και γιατί; Πήγα στο Μετσόβιο, στους Ηλεκτρολόγους, γιατί αυτό κάνανε οι φίλοι μου, γιατί αυτό κάνανε οι «άντρες» όταν ήμουνα παιδί, όταν έβλεπα ελληνικές ταινίες. Γίνονταν μηχανικοί. Το σχολείο μου τότε ήταν αρρένων και οι κολλητοί μου όλοι πρακτικοί. Θεωρούσαμε ότι το Κλασικό το ήταν για τους χαζοδιανοούμενους και τα παιδιά της μαμάς. Τόσο καταλαβαίναμε. Οι κλασικοί βέβαια έγιναν δικηγόροι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, δηλαδή διαπλεκόμενοι. Oχι ότι οι πρακτικοί γίναμε δάσκαλοι… Μετά το Πολυτεχνείο πήγα για μεταπτυχιακά στην Αμερική και στη Γαλλία. Εκανα ένα master στα Εngineering-Economic Systems και ύστερα MBA. Παρασπούδασα…

Κυνηγούσες μια δουλειά με «λευκά κολάρα» σε μια μητρόπολη; Πολύ. Θυμάμαι την ώρα που πήρα προσφορά από μια εταιρεία μετά το MBA. Μ’ έπιασε νευρικό γέλιο. Το πακέτο ήταν μεγαλύτερο απ’ όλα τα χρήματα που είχε βγάλει η μητέρα μου όλα τα χρόνια που δούλεψε στη ΔΕΗ. Μεγάλωσα μικροαστικά στα 80s και το να σπουδάσω ήταν σημαντικό – κυρίως για ταξικούς λόγους. Ηταν το τέλος μιας εποχής που ξεκίνησε στα 60s, όπου οι σπουδές σού έδιναν status. Στα 80s όλα άλλαξαν. Εξω επικράτησε το δόγμα «Ρίγκαν – Θάτσερ», όπου μπορούσες πλέον να αγοράσεις το status σου. Εγινε «νόμιμο» το να νιώθεις το κέντρο του κόσμου. Μάλιστα αν δεν έβγαζες λεφτά, πολλά λεφτά, μέσα σε αυτόν τον «ευλογημένο» ατομικισμό, τότε κάτι έφταιγε με σένα. Το λάθος ήταν δικό σου.

Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχεις από τη Νέα Υόρκη; Πού έμενες αρχικά; Το πρώτο μου σπίτι στη Νέα Υόρκη ήταν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου με είχε στείλει μια εταιρεία από το Σαν Φρανσίσκο. Το 1999 πέρασα στον τρίτο όροφο του Soho Grand Hotel βλέποντας φάτσα τους Δίδυμους Πύργους και ακούγοντας το «Moon Safari» » που ήταν στο CD player του δωματίου. Πρέπει να το άκουσα και 200 φορές. Δούλευα 80 ώρες την εβδομάδα κι έτσι δεν αγόρασα ποτέ CD. Επαθα πλύση εγκεφάλου. Αν το ακούσω σήμερα στον δρόμο σταματάω, δενξέρω τι να κάνω. Ο πρώτος μου φίλος ήταν ο Αντονι, ο πορτιέρης στο Soho Grand. Οταν τελείωνε τη βάρδιά του, κατά τις 2 με 3 το πρωί, ερχόταν πάνω και ρημάζαμε το mini bar ή πηγαίναμε στο Café Noir για μοχίτο. Ηταν ένα «αντίβαρο» για μένα. Μου θύμιζε τον πατέρα μου στο χωριό, που ήταν πάντα ευτυχισμένος με ότι είχε. Τότε δεν τους «έπιανα». Με συναρπάζανε και τους λυπόμουν να μαζί. Ο Αντονι δουλεύει ακόμα εκεί, είναι ακόμα πορτιέρης ύστερα από 13 χρόνια. Οταν τύχει να περάσω απ’ έξω μου φωνάζει: «Πάππος, bitch! Δεν έρχεσαι πια να μας δεις!» Δεν πα να’μαι με κοστούμι, με αφεντικό, με «πρόσωπο», αυτός εκεί, θα μ’αγκαλιάσει, θα με σηκώσει λίγο απ’ το έδαφος: «Πάχυνες, Πάππος», γελάει. Δυνατός τύπος. Τώρα τον ζηλεύω, όπως ζηλεύω και τον πατέρα μου. Εχουν μια ηρεμία που δεν έχει τίποτα το εγωκεντρικό πάνω της. Αυτό το θατσερικό που λέγαμε νωρίτερα; Καμία σχέση.

Τι σημαίνει για σένα ο όρος «Νεοϋορκέζος»; Πότε θεώρησες ότι έγινες κι εσύ ένας; Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που σε τεστάρει συνέχεια. Μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ότι είσαι ένα με τους γύρω σου, ότι ένα μέρος απ’ το πεζοδρόμιο, απ’ το τσιμέντο και τα σκουπίδια στον δρόμο σού ανήκουν. Πηγαίνεις σε πάρτι σε κάτι υπόγεια στην Chinatown και «κουτουλάς» το αφεντικό του αφεντικού σου, που είναι εκεί με τη γυναίκα του αφεντικού σου, και σου λένε «έλα μαζί μας σε ένα after party στο Μπρονξ!». Και ξαφνικά αυτή η πόλη μπορεί να σε φτύσει τόσο δυνατά ώστε να «σκάσεις» στα προάστια της Φιλαδέλφειας. Να γυρίσεις σπίτι και να ακούσεις: «Γνώρισα κάποιο, έχεις μια εβδομάδα να μαζέψεις τα πράγματά σου». Ποτέ δεν νιώθεις εντελώς Νεοϋορκέζος, κι αυτό τελικά σημαίνει να είσαι Νεοϋορκέζος: να είσαι σε επιφυλακή, έτοιμος να κάνεις «trade up» ή να σε κάνουν «trade down» – στο σπίτι, στη σχέση, στη δουλειά… Το DNA αυτής της πόλης είναι ένα με της Wall Street και το βίωσα στο πετσί μου.

«Κουβαλάς» τον εαυτό σου ως Eλληνας της Νέας Υόρκης; Ποιο ελληνικό στοιχείο σου δεν μπορείς να ξεφορτωθείς; Τα δύσκολα βράδια παίρνω μαζί μου ένα μπεγλεράκι που μου χάρισε μια φίλη μου. Ξέρεις, η Νέα Υόρκη είναι γεμάτη από έξυπνους ανθρώπους, αλλά επειδή το κίνητρό τους είναι το χρήμα και η τελειότητα χάνουν πτυχές της ζωής. Πτυχές που εμείς ως Ελληνες τις πιάνουμε. Για ένα φεγγάρι σε μία από τις πρώτες μου δουλειές είχα αφήσει μου- στάκι. Εκείνη την εποχή δεν έβλεπες μουστάκι πουθενά – ούτε στις κωμωδίες στην τηλεόραση. Το τότε αφεντικό μου ήταν ο «Μπράιαν Φέρι» του portfolio management. Στην τρίχα. Αλλά με δεχότανε, δεχότανε την «ελληνιά» μου. Οσο προχω- ρούσα όμως κι άρχιζα να πουλάω σε πελάτες «χρυσά χαρτοφυλάκια», η ελληνιά… χάθηκε στη μετάφραση. Εγινε Tom Ford και Savile Row, γιατί αυτό πούλαγε, η φαινομενική τελειότητα. Μια Παρασκευή πρωί που είχα πάει σε ένα meeting κατευθείαν απ’ τα μπουζούκια, το κοστούμι ποτισμένο στα τσιγάρα, ο «Μπράιαν Φέρι» με έστειλε σπίτι να αλλάξω. Ολα έπρεπε να ήταν τέλεια. Από την κοπέλα στη ρεσεψιόν, τους υπεύθυνους «fun» του γραφείου («υπεύθυνους χαράς», τρελό;), τα μοντέλα μεγιστοποίησης που κτίζαμε… Και σε πάρτι να πήγαινες, έπρεπε να βρεις τα τέλεια ναρκωτικά, ένιωθες πως πήγαινες σε δουλειά… Είχαμε την ψευδαίσθηση ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε λάθος. Η συλλογική αυτοπεποίθηση είχε φτάσει σε όρια παράνοιας, πόνταρες την μπάνκα, διαιρούσες με μηδέν κι αυτό μας έφερε στην κρίση του 2008.

Το μυθιστόρημά σου είναι μια εγωιστική πράξη; Βέβαια. Το «Hotel Living» το έγραψα γιατί μπορούσα να το γράψω, είχα την πολυτέλεια να το γράψω. Είχα την πολυτέλεια να βελτιώσω τον εαυτό μου γράφοντας. Αλλος μπορεί να έκανε ανάλυση ή kite surfing. Εγώ ήθελα να γράψω τι σημαίνει απόγνωση που να πλησιάζει την ύβρη, τι σημαίνει να χάνεις και να χάνεσαι όταν για τους γύρω σου φαίνεται ότι κερδίζεις. Και δεν νομίζω πως είμαι ο μόνος που πέρασε κάτι τέτοιο. Οσο ο πήχης των απαιτήσεων ανέβαινε τόσο περίμεναν να νιώθεις καλύτερα. Για μένα κανείς δεν μπορεί να ζήσει έτσι.


Ποιες ιστορίες αξίζει να ειπωθούν; Οι ελληνικές ιστορίες. Εχουμε πολλά να πούμε και υπάρχει κόσμος που θέλει ν’ ακούσει. Κάπου, κάπως, πάντα καταφέρνουμε να είμαστε μέσα στο κέντρο της συζήτησης, στο κέντρο του κόσμου. Στο παρά πέντε, στο παρά δύο, μπορούμε να πούμε τις ιστορίες μας ωμά, όπως γίνονται, όπως εξελίσσονται, όχι τι έγινε, αλλά τι κάνουμε τώρα. Και είναι και μαγκιά ξέρεις, γιατί αυτό από μόνο του ξεκινά μια αλλαγή συνείδησης. Αλλαγές δεν γίνονται από τον λόγο που θα βγάλει στο μπαλκόνι ένα λαμόγιο από το Χάρβαρντ. Ξεκινάνε απ’ το skateboard και το Twitter. Τα παιδιά που για μένα δεν ξέρουν να μιλήσουν έχουν φτιάξει δικιά τους γλώσσα. Και δικιά τους συνείδηση. Μπορεί να μη διάβασαν Σαμαράκη, αλλά καταλαβαίνουν το «Λάθος» όταν παίζουν μέσα από το Ιντερνετ με παιδιά από την Ολλανδία και τη Γερμανία. Ή όταν κοιτάζουν την πλατεία της γειτονιάς διαφορετικά, ψάχνουν να δούνε πώς και πού μπορούνε να σαλτάρουνε με το skateboard. Εχουν ήδη αρχίσει να βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά από μένα, ευρηματικά. Ευτυχώς!

Τι θα tweetάρεις για το «Hotel Living»; Δεν χρειάζομαι 140 χαρακτήρες. «Το θάρρος και ο φθόνος του μετανάστη».